Η πρόεδρος της Αργεντινής (παθούσας από το Δ.Ν.Τ.), Κριστίνα Φερνάντεζ Ντε Κίρχνερ, απηύθυνε προειδοποίηση προς την Ελλάδα, σχετικά με τα εξοντωτικά μέτρα λιτότητας τα οποία και δέχθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου. «Αυτά τα άγρια μέτρα λιτότητας σίγουρα θα συναντήσουν αντίσταση.
Θα τελειώσουν άσχημα στην Ελλάδα. Τα οικονομικά μέτρα που πήραν θα πυροδοτήσουν σφοδρές κοινωνικές αναταραχές, σαν αυτή που αντιμετώπισε η χώρα μας την περασμένη δεκαετία» δήλωσε η Φερνάντεζ. Χαρακτήρισε τις συνταγές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα ως «ταυτόσημες» με αυτές που εφαρμόστηκαν στην Αργεντινή το 2001, επισημαίνοντας τις ομοιότητες μεταξύ της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα και της οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης που «χτύπησε» την Αργεντινή 10 χρόνια πριν, προτού η χώρα κηρύξει στάση πληρωμών.
Συνοπτικά ακολουθούν τα γεγονότα και οι χειρισμοί της χώρας, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κρίσης, και ο καθένας μπορεί να κάνει τη σύγκριση μεταξύ των καταστάσεων και των κοινών τόπων Ελλάδας και Αργεντινής. Η Αργεντινή στηριζόταν επί το πλείστον σε μια ισχυρή μεσαία τάξη, που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας και της κοινωνίας της και η οποία σταδιακά εξοντώθηκε, δίνοντας τη θέση της σε ένα διεφθαρμένο, ολιγάριθμο, «κλειστό», οικονομικό – πολιτικό ελιτίστικο λόμπι. Το αποτέλεσμα; Μέσα σε μια δεκαετία πάνω από το 60% του πληθυσμού βρέθηκε να ζει κάτω από αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «όριο της φτώχειας», με το ποσοστό των ανασφάλιστων εργαζομένων να ξεπερνάει το 50%. Το σενάριο που ακολούθησε είναι γνωστό και σε εμάς: διόγκωση ενός υπερβολικά «δυσκίνητου» δημόσιου τομέα, φοροδιαφυγή και διαφθορά.
Η ίδια μορφή «καρκίνου» που μαστίζει την Ελλάδα σήμερα. Ο πληθωρισμός κάλπαζε ανεξέλεγκτα, οι τιμές αυξάνονταν ραγδαία μήνα με τον μήνα και οι πολίτες έβλεπαν το αργεντίνικο πέσο να κατρακυλά ασταμάτητα. Το αποτέλεσμα; Μέσα σε πέντε χρόνια (1993-1998), το χρέος της χώρας ανήλθε από το 29% στο 41% του ΑΕΠ, οι εξαγωγές προς την υπόλοιπη Νότια Αμερική (και δη τη Βραζιλία) εκμηδενίστηκαν, καθώς τα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας ήταν ολοκληρωτικά μη ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές και φυσικά οι εισαγωγές «απογειώθηκαν». Η παραγωγική δραστηριότητα της χώρας «παρέλυσε» ολοκληρωτικά.
Οι ανωτέρω παράγοντες οδήγησαν την Αργεντινή σε δανεισμούς από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με επιτόκια ύψους 10,5% το 1998 και, στην προσπάθεια να αποφύγει τον «γκρεμό», η κυβέρνηση καταφεύγει στο ΔΝΤ, το οποίο χορηγεί δάνεια ύψους 7,2 δισ. και 39,7 δισ. το 1998 και το 2000 αντίστοιχα. Οι όροι δανεισμού ήταν εξοντωτικοί: μείωση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και πάγωμα καταθέσεων. Το λεγόμενο «Debt Swap» (αύξηση της διάρκειας ομολόγων με νέους όρους και μεγαλύτερη διάρκεια), χάρισε στη χώρα λίγες εβδομάδες ζωής, καθώς οι διεθνείς αγορές δεν πείστηκαν για την αποτελεσματικότητα των χειρισμών της χώρας. Στα τέλη του 2001, η Αργεντινή φτάνει στο «σημείο μηδέν».
Οι κοινωνικές αναταραχές αγγίζουν το απόλυτο σημείο ανάφλεξης και ξεσπούν όταν ο πρόεδρος Ντε Λα Ρούα, σε μια κίνηση απόγνωσης, απαγορεύει την ανάληψη μετρητών από τράπεζες, όταν το ποσό ξεπερνά τα 250 ευρώ. Σε κλίμα απόγνωσης εγκατέλειψε και το προεδρικό μέγαρο (με ελικόπτερο από την ταράτσα του), το οποίο είχε περικυκλώσει ο εξαγριωμένος όχλος. Νέος πρόεδρος – νέα πολιτική: Νέστορ Κίρχνερ. Προβαίνει σε άμεση στάση πληρωμών και γυρίζει την πλάτη στο χρέος της χώρας, μην αναγνωρίζοντάς το. Στο οικονομικό επιτελείο που συγκροτεί, δεν συμμετέχει ούτε ένας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος και απαιτεί από δανειστές και ΔΝΤ τη διαγραφή του χρέους.
Ακατόρθωτο στη θεωρία. Στην πράξη, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, το ΔΝΤ αναγκάζεται να συναινέσει στη ολοκληρωτική διαγραφή του 75% του χρέους της χώρας, καθώς και να δεχθεί την εξόφληση του υπόλοιπου 25% με προνομιακούς για την Αργεντινή όρους. Η Αργεντινή είχε συμφωνήσει να πληρώσει τους τόκους των ληξιπρόθεσμων δανείων, αλλά κατόπιν δεν τους αναγνώρισε. Η χώρα τώρα διανύει πορεία οικονομικής ανάπτυξης, με αργό και σταθερό ρυθμό, τη στιγμή που το ΔΝΤ αποτελεί «κόκκινο πανί» για την «κακοδιαχείριση» της κρίσης του 2001-02. Η πρόεδρος Φερνάντεζ – Ντε Κίρχνερ (σύζυγος του εκλιπόντος τέως προέδρου) μπορεί τώρα να μιλά για οικονομική ανεξαρτησία μακριά από την επίβλεψη του ΔΝΤ και να δηλώνει για το υπόλοιπο του χρέους: «Αποπληρωμή προς 34 σεντς το ένα δολάριο. Αν θέλετε…».
Συνοπτικά ακολουθούν τα γεγονότα και οι χειρισμοί της χώρας, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κρίσης, και ο καθένας μπορεί να κάνει τη σύγκριση μεταξύ των καταστάσεων και των κοινών τόπων Ελλάδας και Αργεντινής. Η Αργεντινή στηριζόταν επί το πλείστον σε μια ισχυρή μεσαία τάξη, που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας και της κοινωνίας της και η οποία σταδιακά εξοντώθηκε, δίνοντας τη θέση της σε ένα διεφθαρμένο, ολιγάριθμο, «κλειστό», οικονομικό – πολιτικό ελιτίστικο λόμπι. Το αποτέλεσμα; Μέσα σε μια δεκαετία πάνω από το 60% του πληθυσμού βρέθηκε να ζει κάτω από αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «όριο της φτώχειας», με το ποσοστό των ανασφάλιστων εργαζομένων να ξεπερνάει το 50%. Το σενάριο που ακολούθησε είναι γνωστό και σε εμάς: διόγκωση ενός υπερβολικά «δυσκίνητου» δημόσιου τομέα, φοροδιαφυγή και διαφθορά.
Η ίδια μορφή «καρκίνου» που μαστίζει την Ελλάδα σήμερα. Ο πληθωρισμός κάλπαζε ανεξέλεγκτα, οι τιμές αυξάνονταν ραγδαία μήνα με τον μήνα και οι πολίτες έβλεπαν το αργεντίνικο πέσο να κατρακυλά ασταμάτητα. Το αποτέλεσμα; Μέσα σε πέντε χρόνια (1993-1998), το χρέος της χώρας ανήλθε από το 29% στο 41% του ΑΕΠ, οι εξαγωγές προς την υπόλοιπη Νότια Αμερική (και δη τη Βραζιλία) εκμηδενίστηκαν, καθώς τα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας ήταν ολοκληρωτικά μη ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές και φυσικά οι εισαγωγές «απογειώθηκαν». Η παραγωγική δραστηριότητα της χώρας «παρέλυσε» ολοκληρωτικά.
Οι ανωτέρω παράγοντες οδήγησαν την Αργεντινή σε δανεισμούς από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με επιτόκια ύψους 10,5% το 1998 και, στην προσπάθεια να αποφύγει τον «γκρεμό», η κυβέρνηση καταφεύγει στο ΔΝΤ, το οποίο χορηγεί δάνεια ύψους 7,2 δισ. και 39,7 δισ. το 1998 και το 2000 αντίστοιχα. Οι όροι δανεισμού ήταν εξοντωτικοί: μείωση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και πάγωμα καταθέσεων. Το λεγόμενο «Debt Swap» (αύξηση της διάρκειας ομολόγων με νέους όρους και μεγαλύτερη διάρκεια), χάρισε στη χώρα λίγες εβδομάδες ζωής, καθώς οι διεθνείς αγορές δεν πείστηκαν για την αποτελεσματικότητα των χειρισμών της χώρας. Στα τέλη του 2001, η Αργεντινή φτάνει στο «σημείο μηδέν».
Οι κοινωνικές αναταραχές αγγίζουν το απόλυτο σημείο ανάφλεξης και ξεσπούν όταν ο πρόεδρος Ντε Λα Ρούα, σε μια κίνηση απόγνωσης, απαγορεύει την ανάληψη μετρητών από τράπεζες, όταν το ποσό ξεπερνά τα 250 ευρώ. Σε κλίμα απόγνωσης εγκατέλειψε και το προεδρικό μέγαρο (με ελικόπτερο από την ταράτσα του), το οποίο είχε περικυκλώσει ο εξαγριωμένος όχλος. Νέος πρόεδρος – νέα πολιτική: Νέστορ Κίρχνερ. Προβαίνει σε άμεση στάση πληρωμών και γυρίζει την πλάτη στο χρέος της χώρας, μην αναγνωρίζοντάς το. Στο οικονομικό επιτελείο που συγκροτεί, δεν συμμετέχει ούτε ένας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος και απαιτεί από δανειστές και ΔΝΤ τη διαγραφή του χρέους.
Ακατόρθωτο στη θεωρία. Στην πράξη, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, το ΔΝΤ αναγκάζεται να συναινέσει στη ολοκληρωτική διαγραφή του 75% του χρέους της χώρας, καθώς και να δεχθεί την εξόφληση του υπόλοιπου 25% με προνομιακούς για την Αργεντινή όρους. Η Αργεντινή είχε συμφωνήσει να πληρώσει τους τόκους των ληξιπρόθεσμων δανείων, αλλά κατόπιν δεν τους αναγνώρισε. Η χώρα τώρα διανύει πορεία οικονομικής ανάπτυξης, με αργό και σταθερό ρυθμό, τη στιγμή που το ΔΝΤ αποτελεί «κόκκινο πανί» για την «κακοδιαχείριση» της κρίσης του 2001-02. Η πρόεδρος Φερνάντεζ – Ντε Κίρχνερ (σύζυγος του εκλιπόντος τέως προέδρου) μπορεί τώρα να μιλά για οικονομική ανεξαρτησία μακριά από την επίβλεψη του ΔΝΤ και να δηλώνει για το υπόλοιπο του χρέους: «Αποπληρωμή προς 34 σεντς το ένα δολάριο. Αν θέλετε…».