Ο Δημοσθένης Κοεμτζής θυμάται τη νύχτα της «παραγγελιάς»
Δέκα ημέρες μετά το θάνατο του Νίκου Κοεμτζή, ο αδελφός του, Δημοσθένης περιγράφει καρέ-καρέ τα γεγονότα της νύχτας που άλλαξε τη ζωή του αδελφού του. Ο Δημοσθένης ήταν, άλλωστε, εκείνος που χόρεψε τη θρυλική «παραγγελιά», που έγινε αφορμή για να σκοτωθούν τρεις άνθρωποι.
Ο Δημοσθένης Κοεμτζής ήταν τότε 27 ετών. Μαζί με τον αδελφό του, Νίκο, έναν φίλο και τις γυναίκες τους, πήγαν στη «Νεράιδα». Ο Νίκος είχε μόλις αποφυλακιστεί.
«Βγαίνει ο Καρουσάκης και λέω στον Αθανασιάδη να πει τις ‘’Βεργούλες’’» διηγείται στo «Πρώτο Θέμα» ο Δημοσθένης. «’όταν ήμουν στην πίστα σηκώθηκαν και χόρευαν κι αυτοί. Και σταματώ εγώ και λέω: ‘’ποιανού είναι αυτό το τραγούδι ρε Αθάνα;’’ Και μου λέει: ‘’τους το είπα, Δημοσθένη, πες τους το κι εσύ’’. Εγώ παίρνω το μικρόφωνο και λέω: ‘’παραγγελιά, δεν ακούτε;’’. Εκείνη την ώρα νιώθω να με πιάνει ο Πέγιας (σ.σ. ένα από τα θύματα) και να με σηκώνει στον αέρα. Το ζιβάγκο με έπνιγε στο λαιμό. Πέφτω κάτω, βάζω τα χέρια μου να στηριχτώ και τα γυαλιά μου μπαίνουν στα χέρια. Πάω πάλι να σηκωθώ και με πατάνε εφτά άτομα, βγάζει πιστόλι ο Πέγιας και μου λέει: ‘’Εδώ θα πεθάνεις, Κοεμτζή’’. Εκεί ακριβώς περνάει ο Νίος και του παίρνει το κεφάλι. Ένα ακέφαλο κορμί να είναι πάνω μου και να πέφτει το αίμα πάνω στο κεφάλι μου. Σαλτάρισα αμέσως, τα έχασα».
Μέχρι σήμερα ο Δημοσθένης Κοεμτζής δεν έχει συναντηθεί με τις οικογένειες των θυμάτων και, όπως λέει, δεν το θέλει. «Συναντήθηκα με τα παιδιά τους ενός. Τα συνάντησα στο Μεταγωγών, εγώ κι ο Νίκος. Ήταν και ρέστα, δεν είχαν ούτε τσιγάρα και τους έδωσα εγώ», θυμάται.
Ο Δημοσθένης Κοεμτζής ήταν τότε 27 ετών. Μαζί με τον αδελφό του, Νίκο, έναν φίλο και τις γυναίκες τους, πήγαν στη «Νεράιδα». Ο Νίκος είχε μόλις αποφυλακιστεί.
«Βγαίνει ο Καρουσάκης και λέω στον Αθανασιάδη να πει τις ‘’Βεργούλες’’» διηγείται στo «Πρώτο Θέμα» ο Δημοσθένης. «’όταν ήμουν στην πίστα σηκώθηκαν και χόρευαν κι αυτοί. Και σταματώ εγώ και λέω: ‘’ποιανού είναι αυτό το τραγούδι ρε Αθάνα;’’ Και μου λέει: ‘’τους το είπα, Δημοσθένη, πες τους το κι εσύ’’. Εγώ παίρνω το μικρόφωνο και λέω: ‘’παραγγελιά, δεν ακούτε;’’. Εκείνη την ώρα νιώθω να με πιάνει ο Πέγιας (σ.σ. ένα από τα θύματα) και να με σηκώνει στον αέρα. Το ζιβάγκο με έπνιγε στο λαιμό. Πέφτω κάτω, βάζω τα χέρια μου να στηριχτώ και τα γυαλιά μου μπαίνουν στα χέρια. Πάω πάλι να σηκωθώ και με πατάνε εφτά άτομα, βγάζει πιστόλι ο Πέγιας και μου λέει: ‘’Εδώ θα πεθάνεις, Κοεμτζή’’. Εκεί ακριβώς περνάει ο Νίος και του παίρνει το κεφάλι. Ένα ακέφαλο κορμί να είναι πάνω μου και να πέφτει το αίμα πάνω στο κεφάλι μου. Σαλτάρισα αμέσως, τα έχασα».
Μέχρι σήμερα ο Δημοσθένης Κοεμτζής δεν έχει συναντηθεί με τις οικογένειες των θυμάτων και, όπως λέει, δεν το θέλει. «Συναντήθηκα με τα παιδιά τους ενός. Τα συνάντησα στο Μεταγωγών, εγώ κι ο Νίκος. Ήταν και ρέστα, δεν είχαν ούτε τσιγάρα και τους έδωσα εγώ», θυμάται.